Η «δημοκρατικά επιλεγόμενη» αμφισβήτηση της δημοκρατίας

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016



του Κώστα Γαλανόπουλου




«Δεν έχει πάντα δίκιο η πλειοψηφία;», ερωτάται κεντρικότατο πολιτικό πρόσωπο και διακεκριμένος συνταγματολόγος, δίνοντας την ακόλουθη απάντηση: «Όχι, βέβαια. Τι θα πει έχει δίκιο η πλειοψηφία; Η αλήθεια δεν είναι πάντα δημοκρατικά αποδεκτή, ούτε είναι δημοκρατικά επιλεγόμενη» (Eφ.Συν, 25.12.2015).[1]

Ο πειρασμός να τρωθεί η θέση αυτή μέσω της απλής αναφοράς του ονόματος του ερωτώμενου είναι μεγάλος, αλλά το argumentum ad hominem έχει απολέσει προ πολλού, και δικαίως, την ισχύ του. Αυτό όμως που επιχειρείται εδώ είναι η αμφισβήτηση της θεμελιώδους παραδοχής της δημοκρατίας. Ποιος, άλλωστε, δεν έχει αισθανθεί απόσταση από τις εκάστοτε επιλογές της πλειοψηφίας, και πόσοι άραγε δεν φρίττουν ή αισθάνονται να απειλούνται από αυτές;

Βεβαίως, απέναντι στις ιδεολογίες που θεωρούσαν αμφισβητήσιμη έως ανύπαρκτη την ικανότητα του λαού να σκεφτεί και να δράσει ορθολογικά, η Αριστερά όφειλε να υπερασπιστεί αυτό που κατά τη γνώμη της νοηματοδοτούσε, αλλά και ολοκλήρωνε, τη δημοκρατία. Και αυτό δεν ήταν άλλο από την ικανότητα όλων για αυτοκυβέρνηση, δηλαδή την ικανότητα, άρα και το δικαίωμα για ισότιμη συμμετοχή στην πολιτική ζωή και των κατώτερων τάξεων, του λαού. Από το ένα άκρο του πολιτικού φάσματος στο άλλο, αυτό που, μεταξύ άλλων, μεταβάλλεται είναι και ο αριθμός εκείνων που δικαιούται να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Από το απώτατο δεξιό άκρο, όπου το δικαίωμα αυτό αποδίδεται στον ένα, έως το πλέον απομακρυσμένο αριστερό, όπου το δικαίωμα απονέμεται αδιαπραγμάτευτα σε όλους.

Και απέναντι στη φιλελεύθερη δυσθυμία έναντι των αναπόφευκτων συνεπειών της αποδοχής της δημοκρατικής αρχής, που πρακτικά εκφράστηκε μέσω της άρνησης της καθολικής ψηφοφορίας και της ταύτισης της δημοκρατίας με τυπικές και θεσμικές διαδικασίες, η Αριστερά (ως έννοια γένους) πρότασσε αυτό που θεωρούσε πως αποκαθιστά την ουσία της δημοκρατίας και την ολοκληρώνει: την όσο το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή του λαού στη πολιτική ζωή, έως την ύστατη πολιτειακή συνέπεια της, την άμεση δημοκρατία.

 Η φιλελεύθερη καταγγελία της –ας την πούμε έτσι– ουσιοκρατικής αντίληψης της δημοκρατίας από την Αριστερά εκκινεί ακριβώς από εκεί: την επιμονή και εμμονή της Αριστεράς, να ονομάζει πραγματική δημοκρατία μόνο την άμεση δημοκρατία,[2] να αποδέχεται ως νόμιμα μόνο όσα πολιτεύματα τείνουν προς αυτήν ή εμπνέονται από αυτή, την οδηγεί σε μια εκ των πραγμάτων υποβάθμιση της σημασίας που έχουν οι φιλελεύθερες εγγυήσεις της όποιας, έστω και ατελούς, μορφής.
Με αυτόν τον τρόπο, συνεχίζει η κριτική, η Αριστερά επικαλούμενη μια ιδεατή μορφή της δημοκρατίας και εξ ονόματος του δυνητικού φορέα της, του λαού, καταλήγει είτε στον ολοκληρωτισμό είτε στο λαϊκισμό.

Το φιλελεύθερο επιχείρημα αποκρούεται αντιστρέφοντας μία εκ των προκειμένων του: η επιμονή του φιλελευθερισμού σε μια τυποκρατική θεώρηση της δημοκρατίας, η ταύτισή της για παράδειγμα με τον κοινοβουλευτισμό ή με τις περιοδικές εκλογικές διαδικασίες, καταλήγει (αν δεν οφείλεται) στην άρνηση αυτού που αποτελεί την ουσία της δημοκρατικής μορφής, δηλαδή της καθολικής συμμετοχής.

Η καθολική συμμετοχή στη διαμόρφωση και λήψη των αποφάσεων που αφορούν στη συλλογική ζωή βασίστηκε στην εξής απλή υπόθεση: όσο πιο πολλοί σκέφτονται, τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα.[3] Εάν υποθέσουμε ένα πλήθος χ, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως η προσθήκη ακόμη και μόνο ενός, δηλαδή οι χ+1, μας εξασφαλίζει περισσότερη ευφυΐα. Αυτό, που διευρύνεται εδώ, δεν είναι απλώς το πλήθος χ· αυτό που διευρύνεται είναι το όριο που περιλαμβάνει το ποιος θεωρείται ικανός να προστεθεί σε αυτό.[4] Με αυτό τον τρόπο, η ποιοτική λογική αντικαθίσταται από την αριθμητική, καθώς εκείνο που εγγυάται το αποτέλεσμα δεν είναι πλέον το ποιος αλλά το πόσοι.

Εδώ εδράζεται το επιχείρημα υπέρ της πλειοψηφίας, καθώς σε περίπτωση διχογνωμίας την καλύτερη απόφαση υποθέτουμε πως θα τη λάβουν οι περισσότεροι, και όχι οι λιγότεροι. Γίνεται σαφές πως, ακόμη και αν η εμπειρία και η Ιστορία φαινομενικά ή όχι μαρτυρούν αλλιώς, η αμφισβήτηση της ορθής κρίσης, ή της δυνατότητας αυτής, της πλειοψηφίας στην ουσία αμφισβητεί την ίδια την δημοκρατία. Η πλειοψηφία μπορεί να έχει δίκιο ή άδικο, η πλειοψηφία, όμως, είναι η μόνη που δικαιούται να αποφασίσει, γιατί ας μην ξεχνάμε πως, με βάση τη δημοκρατική αρχή, η πλειοψηφία είναι το σύνολο της κοινωνίας.

Με αυτόν τον τρόπο, η «αλήθεια είναι δημοκρατικά επιλεγόμενη». Επιπλέον, καθώς η δημοκρατία δεν είναι η φυσική τάξη αλλά αποτελεί το προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια «πολιτική επινόηση»,[5] με τον ίδιο τρόπο που ζητείται και εγκαθιδρύεται, δηλαδή βουλητικά, με τον ίδιο τρόπο παράγει και δίκαιο. Πέρα και έξω από αυτήν δεν υπάρχουν αλήθειες που ίσως δεν αναγνωρίζει, αξίες που δεν υπηρετεί, νόμοι που δεν ακολουθεί, καθώς η μόνη αξία καθαυτή είναι το δημοκρατικό πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο, η «αλήθεια είναι δημοκρατικά αποδεκτή». Φυσικά, το ίδιο το πλαίσιο δεν μπορεί να εγγυηθεί την ορθότητα των κρίσεων, την ευγένεια των σκοπών ή την ανωτερότητα των αξιών. Ακόμη, όμως, και αν η δημοκρατία δεν είναι παρά η δυνατότητα των πολλών, στη θέση των λίγων, να λαθεύουν, το παλαιό επιχείρημα διατηρεί στο ακέραιο τη βασιμότητά του. Ακόμη και ως αρχική θέση μάχης ενάντια σε μια κυρίαρχη πολιτική που φιλοδοξεί να το περιορίσει ως ύστατη οχύρωση.

 Μια πολιτική που συγκεντρώνει με γοργούς ρυθμούς την εξουσία σε όλο και λιγότερους, όλο και ψηλότερα, αποκλείοντας όλο και περισσότερους από αυτήν. Ίσως, καθήκον της Αριστεράς, πριν τον αξιακό και ηθικό εμπλουτισμό του δημοκρατικού πλαισίου, να είναι η υπεράσπιση και επανάκτησή του, με τον αδιαπραγμάτευτο αντι-ελιτισμό ως θεωρητικό οπλισμό της. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ρήξη με κάποιες εκ των προβληματικών παραδόσεών της. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως θα στενοχωρήσει τον πολιτικό άνδρα και διαπρεπή συνταγματολόγο μας, θίγοντας τον αντιδημοκρατικό ελιτισμό του.

Ο Κώστας Γαλανόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

[1] Ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

[2] Εδώ, όχι τόσο με την έννοια της μη αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όσο με τη μορφή θέσμισης που επιτρέπει την όσο το δυνατόν πιο δραστική και απευθείας συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση (κοινωνική ή ριζοσπαστική δημοκρατία).

[3] Josiah Ober, Μάζες και ελίτ στη δημοκρατική Αθήνα. Ρητορική, Ιδεολογία και η ισχύς του λαού, Πολύτροπον, Αθήνα 2003, σ. 255.

[4] Claude Mosse, J. P. Vernant. Η πολιτική και το πολιτικό Στοιχείο, στο Στέλλα Γεωργούδη, Χρήστος Λούκος (επιμ.), J. P. Vernant, ανήρ παιδεία κεκοσμημένος, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας- Ρέθυμνο Νοέμβριος 2007, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σ. 3.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Δημοκρατία και Σχετικισμός, Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2015, σ. 77 κ.ε.












enthemata.wordpress.com 

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ