Είναι καθήκον μας, αυτή η μεγάλη πλειοψηφία που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο περιθώριο να έρθει στο προσκήνιο.

Κυριακή 13 Αυγούστου 2017



«Φίλες και φίλοι, καλησπέρα, συντρόφισσες και σύντροφοι, καλησπέρα!

Θα μου επιτρέψετε να πω ότι τη λέξη «σύντροφος» και «συντρόφισσα» τη θεωρώ πολύ ακριβή και κακοποιημένη. Και χαίρομαι γιατί μπορώ να την απευθύνω εδώ, σε ανθρώπους με τους οποίους με συνδέουν σκληρές, δύσκολες και πολύ ωραίες μάχες που δώσαμε μαζί.

Που δώσαμε αντιστεκόμενοι, στη Βουλή και στους δρόμους και στα κοινωνικά κινήματα, απέναντι στην πιο αδίστακτη, νεοφιλελεύθερη, απάνθρωπη, ακραία εξουσία, την εξουσία των Μνημονίων, όπως τη γνωρίσαμε μέχρι το 2015.

Τη δώσαμε απέναντι στους δανειστές, όταν πήραμε την τιμητική εντολή από τον ελληνικό λαό, από τους πολίτες, να ανατρέψουμε τα Μνημόνια και να αποκαταστήσουμε τη Δημοκρατία στη χώρα.

Και τη δώσαμε, τέλος, την ώρα της προδοσίας απέναντι σε εκείνους οι οποίοι ανέλαβαν την διάλυση της κοινωνίας – και ήταν δίπλα μας – ανέλαβαν την διάλυση της ελπίδας – και παρίσταναν ότι την ενσαρκώνουν – και ανέλαβαν και τη διάλυση της πρώτης και μόνης, δυστυχώς, μέχρι στιγμής, αντιμνημονιακής Βουλής, εκείνης της Βουλής στην οποία ξεκίνησε κι έδωσε τα πρώτα σπουδαία, ιστορικά αποτελέσματά του ο Λογιστικός Έλεγχος του Χρέους. Εκείνης της Βουλής που έβαλε ως πρόταγμα και ιεραρχικά αναβαθμισμένο καθήκον την Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών. Εκείνης της Βουλής που συγκρότησε Εξεταστική Επιτροπή για την διερεύνηση των συνθηκών υπαγωγής της χώρας μας στο αντιδημοκρατικό, απολυταρχικό, ολοκληρωτικό καθεστώς των Μνημονίων.

Με τους ανθρώπους που δώσαμε αυτές τις μάχες μαζί με συνδέουν ακατάλυτοι δεσμοί συντροφικότηταςκαι, ανεξαρτήτως του ότι σήμερα βρισκόμαστε σε διαφορετικό πολιτικό μετερίζι, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι μειώνεται η σχέση εκτίμησης, η σχέση αλληλεγγύης. Αντίθετα, σημαίνει σε ό,τι με αφορά – και νομίζω και γνωρίζω ότι είναι απολύτως αμοιβαίο – ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μη βγω μπροστά για να υπερασπιστώ όποιον και όποια από τους συντρόφους αυτούς βάλλεται από το Σύστημα, όπως είναι η κλασική στρατηγική του Καθεστώτος, που μέσα από την στοχοποίηση και την αποδυνάμωση επιδιώκει να διαιωνίζεται.

Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε για τη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε: Είμαστε στα δύο χρόνια ευθείας και βίαιης κατάλυσης της λαϊκής ετυμηγορίας, ευθείας και βίαιης κατάλυσης της Δημοκρατίας, όπως εκδηλώθηκε με τον πιο πανηγυρικό και γενναίο τρόπο, μέσα από αυτό το περήφανο ΟΧΙ του 62% των Ελλήνων, των πολιτών. Είμαστε δύο χρόνια μετά και για δύο χρόνια διαρκεί αυτό το καθεστώς κατάλυσης της Δημοκρατίας, που θέλει να πείσει ότι το ΌΧΙ ήταν απλώς μια στιγμή του παρελθόντος, ότι ήταν μια σελίδα της Ιστορίας που γύρισε και πέρασε και στα δικά μας καθήκοντα, ανεξαρτήτως από πού τα υπηρετούμε, είναι να θυμίσουμε, να εμπεδώσουμε και να υπερασπιστούμε το ΟΧΙ αυτό που είναι απολύτως ενεργό και σήμερα, είναι μία λαϊκή εντολή και ετυμηγορία που περιμένει να αποκατασταθεί και, βέβαια, να ανατρέψουμε εκείνους που έχουν επιβάλει την βίαιη διαστροφή, την βίαιη κατάπνιξη του ΟΧΙ αυτού.

Κυβερνά τη χώρα σήμερα μία Κυβέρνηση, η οποία εφαρμόζει το ΝΑΙ. Κυβερνά τη χώρα σήμερα μία Κυβέρνηση, η οποία συνειδητά παραβιάζει με κάθε νόμο που ψηφίζει, με κάθε διάταξη που φέρνει στη Βουλή, την Δημοκρατία και τη λαϊκή ετυμηγορία. Δεν το κάνει απλώς κατ’ εντολή των δανειστών, το κάνει σε πλήρη σύμπραξη με τους δανειστές. Και το κάνει με τον χειρότερο τρόπο που γνωρίσαμε στη Μνημονιακή Επταετία, με τον χειρότερο τρόπο σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες Μνημονιακές Κυβερνήσεις. Και το κάνει αυτό, όχι γιατί δεν είχε εναλλακτική, όχι γιατί δεν είχε επιλογή, αλλά γιατί έκανε μία συνειδητή, κυνική επιλογή: την επιλογή της εξουσίας έναντι της Δημοκρατίας, την επιλογή της καρέκλας έναντι των πολιτών, την επιλογή να συναγελάζεται και να χαριεντίζεται με τους δυνάστες του λαού αυτού αντί να περπατάει και να αναπνέει δίπλα στο λαό, υπερασπιζόμενη τα δίκαια και τα αιτήματά του.

Έχουμε ζωντανό, ενεργό, δημοκρατικό καθήκον υπεράσπισης και αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Έχουμε ζωντανό, ενεργό, δημοκρατικό καθήκον προσδιορισμού του εχθρού. Εχθρός είναι όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις, όλο το μνημονιακό φάσμα, συμπεριλαμβανομένης της νεομνημονιακής Κυβέρνησης και της μνημονιακής αντιπολίτευσης και της συστημικότατης δήθεν αντιμνημονιακής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Εχθρός είναι το σύμπλεγμα των δανειστών, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Για εμένα και για εμάς – και θα μιλήσω και εξ ονόματος της Πλεύσης Ελευθερίας – είναι απολύτως αυτονόητο ότι Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωζώνη, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι απέναντι, γιατί είναι δυνάστες του λαού. Δεν έχει καμμία σημασία αν θεωρητικά η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αναμορφωθεί. Εκείνο που έχει σημασία είναι το τίμημα που ζητείται για την απόπειρα αναμόρφωσης: Το τίμημα που ζητείται είναι το αίμα των ανθρώπων στη χώρα αυτή, το τίμημα που ζητείται, που ζητήθηκε και που δόθηκε από τους επίορκους κυβερνώντες είναι η Δημοκρατία. Και αυτό το τίμημα εμείς ως δημοκράτες, ως ριζοσπάστες, ως αριστεροί, ως ανυπότακτοι και ασυμβίβαστοι άνθρωποι δεν έχουμε δικαίωμα να σκεφτόμαστε ότι μπορεί να δεχθούμε να το πληρώσουμε.

Είναι, λοιπόν, απολύτως σαφές ότι είμαστε απέναντι σε όλους αυτούς. Είναι απολύτως σαφές ότι ένα νόμισμα, που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ως εργαλείο υποταγής και εκβιασμού, δεν μπορεί να λογίζεται ως παραδεκτό νόμισμα για έναν λαό που θέλει να ζήσει με Δημοκρατία και Ελευθερία. Και είναι, τέλος, αυτονόητο ότι διεκδικώντας την αποκατάσταση της Δημοκρατίας οφείλουμε να χτίσουμε τα εργαλεία άμυνας συλλογικής της κοινωνίας και εγγύησης της ευημερίας της.

Eίναι αυτονόητο ότι πρέπει να επιμείνουμε στον σεβασμό των αποτελεσμάτων του Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους και στην ολοκλήρωσή του.

Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να εφαρμόσουμε κι όχι απλώς να διεκδικήσουμε τη διαγραφή του Χρέους. Kυριαρχικά ο λαός από μία Κυβέρνηση, η οποία θα τον στηρίζει, αλλά και χωρίς την Κυβέρνηση που τον στηρίζει αυτή τη στιγμή, διεκδικεί και ο ίδιος τη μη υποβολή του στο Kαθεστώς του Aπεχθούς Χρέους. Με Γενική Ανυπακοή και με όλα τα μέσα άμυνας που οφείλουμε να χτίσουμε. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διεκδικήσουμε λογοδοσία και απόδοση Δικαιοσύνης για το Έγκλημα του Μνημονίου και για όλα τα εγκλήματα που γίνονται στη χώρα, με το όργιο διαφθοράς που συνέχεται και συμπλέκεται με την υπερχρέωση της πατρίδας μας. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διεκδικήσουμε αυτό που μέχρι σήμερα δεν διεκδίκησε κανείς, ούτε η γελοία σημερινή Κυβέρνηση, που παριστάνει ότι καταθέτει στεφάνια. Αναφέρομαι στις Γερμανικές Οφειλές.
Χθες δόθηκε και η επίσημη απάντηση της Γερμανικής Κυβέρνησης προς το βουλευτή της Γερμανικής Αριστεράς, τον Αντρέι Χούνκο, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει υποβάλει κανένα επίσημο αίτημα, δεν έχει πραγματοποιήσει κανένα επίσημο διάβημα Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών. Απλώς κάποιοι περιφέρονται κοροϊδεύοντας. Και αυτή την κοροϊδία οφείλουμε να την τερματίσουμε. Και αυτή την ιστορική οφειλή, που συνδέεται με την Ιστορία Αντίστασης, ηρωισμού, αυταπάρνησης του λαού μας, που συνέβαλε καθοριστικά στην τελική νίκη των λαών εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, οφείλουμε να την υπερασπιστούμε και να τη διεκδικήσουμε. Εμείς, και όχι οι παραδομένοι επίορκοι κυβερνώντες.

Είναι αυτονόητο ότι οφείλουμε να υπερασπιστούμε και να ανακτήσουμε τη δημόσια περιουσία που ξεπουλιέται. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διεκδικήσουμε, να οργανώσουμε και να υλοποιήσουμε την κοινωνικοποίηση και τον έλεγχο του Τραπεζικού Συστήματος. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να εργαστούμε για να εγγυηθούμε το σεβασμό στα δικαιώματα και στις ελευθερίες των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης που ζει και αναπνέει σ’ αυτή τη χώρα.

Όλα αυτά που είναι αυτονόητα έχουν ξαναειπωθεί. Από μας που εξακολουθούμε να τα υπερασπιζόμαστε και από άλλους που τα πρόδωσαν και τα παραβίασαν με το χειρότερο τρόπο. Και αυτό πρέπει να μας εμβάλει στη διαδικασία αναγνώρισης ότι αυτά τα αυτονόητα δεν αρκεί να τα διατυπώνουμε λεκτικά, δεν αρκεί καν να τα υπερασπιζόμαστε πολιτικά, δεν αρκεί ούτε να τα επεξεργαζόμαστε συλλογικά. Πρέπει να φροντίσουμε την επόμενη φορά να μην υπάρχει απολύτως καμία χαραμάδα προδοσίας τους. Πρέπει να φροντίσουμε την επόμενη φορά, την κρίσιμη στιγμή η μάχη και η σύγκρουση να γίνουν στ’ αλήθεια και όχι στα λόγια. Και για να το φροντίσουμε αυτό, δεν αρκεί να συμφωνούμε ότι πρέπει να γίνει, αλλά οφείλουμε να εγγυηθούμε με όλους τους τρόπους ότι θα γίνει.

Και για να το κάνουμε αυτό, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, οφείλουμε, έχουμε ένα καθήκον ιστορικό και πολιτικό, να κάνουμε μια διάγνωση, μια εκτίμηση και μια αποτίμηση για το πώς έγινε αυτό που έγινε, πώς δηλαδή έφτασε ένα μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε ως πρόγραμμα και εντολή την ακύρωση των Μνημονίων, να επιτρέψει, να αποδεχθεί και να στηρίξει όχι απλώς την ακύρωση όλων των προγραμματικών δεσμεύσεων, αλλά και την ευθεία παραβίαση της λαϊκής εντολής, την προδοσία, τη διεκπεραίωση του πραξικοπήματος που ακόμη εφαρμόζεται στη χώρα. Πώς έφτασε ένα μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, που διακήρυσσε όλα αυτά τα αυτονόητα, να επιδίδεται πλέον στην πλήρη ανάπτυξη όλων των μεθόδων διαπλοκής, όλων των μεθόδων του μνημονιακού παλαιοκομματισμού, όλων των μεθόδων διαφθοράς και παράδοσης και σύμφυσης με ό,τι πιο σάπιο και βρώμικο έχει γνωρίσει αυτή η πατρίδα, αυτή η χώρα και αυτός ο λαός.

Να πω για τη διαδικασία – παρωδία της συμφωνημένης χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών; Για αυτό το νταραβέρι, το αλισβερίσι που γίνεται με τους ολιγάρχες και τους μιντιάρχες, προς τέρψη εκατέρωθεν μνημονιακών κυβερνώντων και αντιπολιτευομένων; Να πω για τη ντροπή της διαπλοκής με τον Σαββίδη και τη χρήση ακόμα και της παλαιομνημονιακής μεθόδου των τροπολογιών για να ξεπλυθούν τα ανομήματα και να χαριστούν εκατοντάδες εκατομμύρια ή απλώς δεκάδες εκατομμύρια ευρώ – αυτές τις «ντροπολογίες» που κάποτε στηλιτεύαμε, μιλώντας για «Βουλή–πλυντήριο ποινικών ευθυνών»; Να πω για το όργιο του αυταρχισμού και της καταστολής και τη ντροπή της περίκλειστης από κλούβες και από αστυνομικούς Βουλής ή οδού Ηρώδου Αττικού ή Μαξίμου; Να πω για το όργιο της παρακρατικής δράσης μιας Κυβέρνησης η οποία αποδεδειγμένα δίνει εντολές να χτυπιούνται οι αντίπαλοι με δημόσιο χρήμα από την ΕΥΔΑΠ; Να πω για την πλήρη κατάλυση κάθε έννοιας κράτους δικαίου με απειλές και εκβιασμούς δικαστών με στοιχεία της προσωπικής τους ζωής; Θυμάστε την περίφημη, τη διαβόητη υπόθεση του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, με email από την προσωπική του αλληλογραφία.

Πώς φτάσαμε εκεί; Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς και εγώ θα σας πω κάποια μόνο από τα στοιχεία που θεωρώ και πιστεύω ότι οδήγησαν εκεί. Εκεί οδήγησε το έλλειμμα πραγματικής Δημοκρατίας σε αυτό που λεγόταν ΣΥΡΙΖΑ, εκεί οδήγησε η εικονική συλλογικότητα, η οποία δεν είχε καμμία συνοχή, αλλά αναλυόταν σε προσωπικές ή επιμέρους στρατηγικές. Αυτά τα οποία αποκαλύπτονται από το λαλίστατο Βαρουφάκη, κατόπιν εορτής – και δεν θα συμμεριστώ καμμία γενναιοδωρία απέναντι σε ένα πρόσωπο που διαδραμάτισε ρόλο, για τον οποίο δεν έχουν δοθεί εξηγήσεις – αποκαλύπτει όμως, λαλίστατος, συνεννοήσεις που γίνονταν εν αγνοία της συλλογικότητας και εν αγνοία κάθε δημοκρατικής λειτουργίαςτου ΣΥΡΙΖΑ.

Να πω ότι στους λόγους που οδήγησαν εκεί συγκαταλέγεται, και ίσως με προεξάρχουσα ιεράρχηση, το γεγονός ότι μέσα σε αυτή την εικονική συλλογικότητα υπήρχαν πάντοτε οι πρόθυμοι για πισώπλατα μαχαιρώματα και παιχνίδια, υπήρχαν οι συνεννοήσεις σε επίπεδο μηχανισμών που δεν άφησαν ποτέ να γίνει ένα πραγματικό κόμμα των μελών και υπήρχε η συνειδητή και διακριτή δράση της υπονόμευσης, της απομόνωσης, με προσωπικές επιθέσεις, με συκοφαντίες, απέναντι στις οποίες δεν χτίστηκαν ούτε τα αντίδοτα, ούτε οι εσωτερικές αντιστάσεις.

Φίλες και φίλοι, θα το πω απλά: εάν στον εχθρό σου δίνεις το σήμα ότι είσαι φτερό στον άνεμο, ότι μ‘ ένα φύσημα διαλύεσαι, ότι μ’ έναν ψίθυρο ο ένας βάλλει εναντίον του άλλου – και αυτό γινόταν και το ξέρετε – είσαι απολύτως ευάλωτος και έτσι ευάλωτη έγινε αυτή η συλλογικότητα που δεν κατάφερε να χειραφετηθεί και γι’ αυτό δεν κατάφερε να αμυνθεί. Και γι’ αυτό την κρίσιμη στιγμή ήταν ανίκανη να υπερασπιστεί και το περιεχόμενό της και το πρόγραμμά της και τα μέλη της που βάλλονταν και την εντολή αυτή την ιερή που πήραμε όλοι από τον ελληνικό λαό.

Η διάγνωση, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν έχει την έννοια της νεκροψίας, αλλά έχει την αγωνία της πρόγνωσης που είναι σύμφυτη με το καθήκον μας για την πρόληψη στο μέλλον. Γιατί αν θέλουμε να τη δώσουμε τη μάχη αυτή στ’ αλήθεια και όχι στα λόγια, δεν επιτρέπεται ποτέ ξανά να επαναληφθεί αυτό που συνέβη, δεν επιτρέπεται ποτέ ξανά κάποιοι να βρεθούν να γυρίζουν πίσω και να μην είναι κανείς, δεν επιτρέπεται ποτέ ξανά να αφήσουμε αυτό τον λαό, τον τόσο γενναίο και περήφανο, ανυπεράσπιστο την κρίσιμη στιγμή.

Φίλες και φίλοι, έχουμε οδηγηθεί σ’ ένα σημείο στο οποίο η μεγάλη πλειοψηφία του λαού και της κοινωνίας αντιτίθεται σ’ αυτό που συμβαίνει. Το 62% το έχει απορρίψει αυτό το οποίο διαδραματίζεται. Και αυτό το 62% δεν εκπροσωπείται ούτε καν στη Βουλή. Κυβερνάει ένα 17%, το οποίο με νύχια και δόντια, και με την απογοήτευση που ενέσπειρε, κατέκτησε η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με τις αντισυνταγματικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015. 48,5% απείχαν από την κάλπη και 3,2 % ψήφισαν άκυρο ή λευκό. Το 35% που πήρε ο ψευδεπίγραφος ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα 16-17% του εκλογικού σώματος, αν συνυπολογίσουμε και τα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή. Και συνολικά η σημερινή Βουλή των 300 εκπροσωπεί λιγότερο από το 40% του ελληνικού λαού.
Είναι καθήκον μας ιστορικό και πολιτικό, έτσι το αντιλαμβάνομαι και έτσι θα σας το πω, είναι καθήκον μας να φροντίσουμε αυτή η μεγάλη πλειοψηφία που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο περιθώριο να έρθει στο προσκήνιο. Είναι καθήκον μας να δουλέψουμε προς αυτή την κατεύθυνση, είναι καθήκον μας να διαγνώσουμε ότι το σύστημα έχει πολλές στρατηγικές. Μία στρατηγική του είναι αυτή η διαφαινόμενη και δρομολογούμενη εθνική ενότητα των εθνικών προδοτών, αυτή που διαφαίνεται μέσα από τις δηλώσεις συμπαράστασης στον Παπαδήμο, αυτή που διαφαίνεται μέσα από τον πολιτικό καθωσπρεπισμό, αυτή η οποία διακινείται και επαναλαμβάνεται από τα καθεστωτικά Μέσα Ενημέρωσης.

Υπάρχει και μια άλλη ενότητα, που είναι κομμάτι της στρατηγικής του Συστήματος και αυτή είναι η περιχαρακωμένη ενοποίηση, η βιαστική και γρήγορη, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς όρους, των αντιμνημονιακών δυνάμεων, όπως έχουν τώρα, χωρίς ανάπτυξή τους, χωρίς απεύθυνσή τους, χωρίς ενεργοποίηση πλατύτερων στρωμάτων της κοινωνίας. Και αυτό το σενάριο του Συστήματος το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται στα δημοσιεύματα και στις τοποθετήσεις των Μέσων Ενημέρωσης, που επιμένουν να μιλούν για μία συγκόλληση-συμπαράταξη σχημάτων ή ονομάτων, που θα βόλευε πάρα πολύ ένα σύστημα που θέλει να περιχαρακώσει τους αντιπάλους του. Απέναντι σε αυτήν την στρατηγική που οφείλουμε να τη διαγνώσουμε, οφείλουμε να αναπτύξουμε και τις απαντήσεις μας, συλλογικές ή επιμέρους. Οφείλουμε από τη μία πλευρά να μην αντιδράσουμε φοβικά, απορρίπτοντας κάθε συζήτηση ή διερεύνηση, αλλά και ούτε να ενδώσουμε βιαστικά, διευκολύνοντας κάτι που ένα σύστημα που θέλει να ελέγξει τον αντίπαλό του θα ήθελε πάρα πολύ. Είναι καθήκον μας να αναπτύξουμε πολυεπίπεδη δράση, είναι καθήκον μας να λειτουργήσουμε και από διαφορετικά μετερίζια για την πλατύτερη δυνατή ενεργοποίηση των ανθρώπων, των πολιτών.

Και λέγοντας αυτό, θέλω να σας πω ότι η Πλεύση Ελευθερίας δημιουργήθηκε ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο: Όχι για να αντιπαρατεθεί ή για να διαγκωνιστεί ή για να συγκολληθεί, αλλά για να προτείνει και να αναπτύξει τρόπους ενεργοποίησης των πολιτών. Σε αυτούς που απεργάζονται ενός είδους απομόνωση, που λέει «Μα, η Πλεύση Ελευθερίας δεν θέλει να συζητήσει με κανέναν», είναι αυτονόητη η απάντηση: Η Πλεύση Ελευθερίας στην Ιδρυτική της Διακήρυξη μιλά γι’ αυτό για το οποίο μιλάμε σήμερα. Λέμε: «Δημιουργούμε ένα κόμμα που θέλουμε να αποτελέσει συστατικό κύτταρο ενός κινήματος και ενός μετώπου, όπου θα συναντηθούμε με κινηματικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες θα μας συνδέουν κοινές αφετηρίες, αξίες, στόχοι. Δημιουργούμε ένα κόμμα γιατί επιθυμούμε να ανατρέψουμε συνολικά το Μνημονιακό Καθεστώς και Κατεστημένο και διεκδικούμε δημοκρατικά τη Διακυβέρνηση. Πιστεύουμε ότι η λειτουργία του κόμματος πρέπει να συνδυαστεί με την ενίσχυση των κοινωνικών κινημάτων, με τα οποία θέλουμε να δρούμε σε συνεργασία και σύμπλευση».

Η απάντηση λοιπόν σε αυτούς που θέλουν άλλου είδους περιχαρακώσεις είναι ότι η Πλεύση Ελευθερίας και εγώ προσωπικά θα συμμετέχουμε ανοιχτά σε κάθε συζήτηση και θα ενεργήσουμε ουσιαστικά και δυναμικά προς την κατεύθυνση αυτής της πλατιάς ενεργοποίησης. Δεν είμαστε ένα μονοπρόσωπο κόμμα, αλλά δεν είμαστε και ένα κίνημα που έχει αναπτυχθεί στην πλήρη του έκταση. Συγκροτούμαστε μέρα με την ημέρα, έχουμε μπροστά μας το φθινόπωρο τη μεγάλη διαδικασία πανελλαδικής διάσκεψης που θα πραγματοποιήσουμε και σε αυτή τη συγκρότηση θα επιμείνουμε, ανεξαρτήτως και των συζητήσεων, που πάντα θα κάνουμε ανοιχτά.

Θα σας πω λοιπόν εδώ για τις προϋποθέσεις της δικής μας συγκρότησης με βάση αυτά που προηγουμένως σας ανέφερα και που ταυτόχρονα οφείλουμε ανοιχτά να πούμε ότι είναι και προϋποθέσεις των συμπράξεών μας, για να είμαστε ειλικρινείς και για να κάνουμε συζήτηση και διάλογο επί ουσιαστικής βάσης:

Συγκροτούμαστε λέγοντας ΌΧΙ χωρίς κανέναν αστερίσκο, σε πρόσωπα διαβλητά, διαβρωμένα, εξαγορασμένα, που βρίσκονται στο pay roll ολιγαρχών και άλλων συστημικών παραγόντων.

Συγκροτούμαστε λέγοντας ΌΧΙ σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο στην προδοσία και στήριξαν την εκτροπή. Δεν υπάρχει εξαίρεση, δεν θα πάρουμε μαζί μας ούτε θα συμπράξουμε με κανέναν μνημονιακό βουλευτή, με κανένα μνημονιακό στέλεχος, ακόμα κι αν μετανοήσει σήμερα, αύριο ή μεθαύριο.

Συγκροτούμαστε λέγοντας ΌΧΙ σε σχηματισμούς που περιέχουν τέτοια πρόσωπα και συγκροτούμαστε λέγοντας ΌΧΙ σε καταστάσεις που δημιουργούν σύγχυση στους πολίτες. Καμμία συνύπαρξη με κυβερνητικά στελέχη, με κυβερνητικά πρόσωπα, καμμία συνύπαρξη με μνημονιακά πρόσωπα. Καμμία συμμετοχή σε συνάξεις πολιτικού παραγοντισμού, πολιτικής προθέρμανσης ή πολιτικής «σούπας». Καμμία συμμετοχή σ’ αυτή την εκτρωματική διαδικασία της περιφοράς ιστορικών προσώπων ως τροπαίων και ως λαφύρων του συστήματος προς νομιμοποίηση του ίδιου του συστήματος.

Συγκροτούμαστε λέγοντας ΝΑΙ στους πολίτες και στους πρωτοπολιτικοποιούμενους πολίτες και τους ριζοσπαστικοποιημένους πολίτες, τους οποίους βάζουμε μπροστά και πάνω από τους επαγγελματίες των μηχανισμών.

Συγκροτούμαστε με την ιδέα και το καθήκον να εμπνεύσουμε, να ενεργοποιήσουμε, να ενσαρκώσουμε αυτή την κοινωνία, χτίζοντας το υπόδειγμα, ενσαρκώνοντας και αποτελώντας το παράδειγμα στο πώς στεκόμαστε απέναντι στους δυνάστες αλλά και απέναντι στα πράγματα, με υπεράσπιση του συμπαραστάτη μας, του συμμαχητή μας, του συντρόφου μας που βάλλεται.

Προσωπικά την ντροπή που ζήσαμε στο ΣΥΡΙΖΑ να βάλλονται άνθρωποι, έχω απέναντί μου τη Νάντια Βαλαβάνη, τη ντροπή αυτή που ζήσαμε να βάλλονται άνθρωποι και να μην τους υπερασπίζεται κανείς δεν θα επιτρέψω ποτέ να τη ζήσει κανείς που θα είναι δίπλα μου και μαζί μου.

Συγκροτούμαστε με άξονα την πλήρη υπεράσπιση αρχών και ιδεών και, βέβαια, διεκδικώντας τη διαφάνεια, γιατί, κακά τα ψέματα, φίλες και φίλοι, την ώρα που εμείς δίνουμε μια μάχη, κάποιοι κάνουνε δουλίτσες, κάποιοι εισπράττουν χρήματα, μοιράζουν χρήματα στην πλάτη των ανυποψίαστων και είναι καθήκον μας απέναντι σε αυτό να σταθούμε.

Φίλες και φίλοι, σε επίπεδο ευρωπαϊκό είναι αυτονόητο ότι οφείλουμε να ενισχύσουμε το Μέτωπο αυτό που συγκροτείται, το Plan B, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Ζαν Λυκ Μελανσόν το ’15, το Μέτωπο αυτό που στη Ρώμη πριν από τρεις μήνες, με πρότασή μας, είπε «αναγνωρίζουμε και συμπαραστεκόμαστε στο δικαίωμα των Ελλήνων να πούν ΟΧΙ στη διαπραγμάτευση με τους δυνάστες, αναγνωρίζουμε και συμπαραστεκόμαστε στο δίκαιο Κίνημα Γενικής Ανυπακοής του ελληνικού λαού, στεκόμαστε δίπλα στους Έλληνες πολίτες που βάλλονται και απέναντι στους δυνάστες τους».

Φίλες και φίλοι, λέγοντάς σας αυτά, που ελπίζω και νομίζω ότι ήταν σαφή και πάντοτε στη βάση της ειλικρίνειας και της ευθείας απεύθυνσης, που πάντα θα διεκδικώ να έχουμε, θέλω να σας πω ότι συμμερίζομαι την αισιοδοξία που υπάρχει σε πάρα πολλούς εδώ μέσα. Αυτή την αισιοδοξία που οφείλουμε να μεταδώσουμε και να μεταλαμπαδεύσουμε, αλλά και οφείλουμε να δικαιώσουμε. Εναπόκειται σε εμάς να εγγυηθούμε ότι ποτέ ξανά δεν θα επαναληφθεί η άκρα προδοσία που βιώσαμε και που εξακολουθεί να διαφεντεύει, εναπόκειται σε μας να χτίσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις της επαναφοράς του λαού στο προσκήνιο και, σε ό,τι με αφορά, σας διαβεβαιώ – και το λέω κοιτώντας τη Μαρία (μου) στα μάτια και τον Παναγιώτη και τον Αλέκο – ότι θα κάνω ότι χρειαστεί, με όση επιμονή χρειαστεί, με όσο κόπο χρειαστεί και με όση δουλειά για να δικαιωθεί αυτός ο λαός, οι μάχες του, οι μάχες μας, οι μάχες των προηγούμενων που δώσαν την ψυχή τους και τη ζωή τους, αλλά και τα παιδιά, τα γεννημένα και τα αγέννητα, που περιμένουν να ζήσουν μια ζωή ολόκληρη, όχι μισή, όχι κουτσουρεμένη και όχι υπόδουλη.

Σας ευχαριστώ!»



ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ